- λυκαυγοῦς
- λυκαυγήςofmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
ημίφως — το 1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως 2. (ειδ.) το αμυδρό φως τής ημέρας κατά την αρχή τού λυκαυγούς* και κατά το τέλος τού λυκόφωτος*, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον… … Dictionary of Greek
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek